ακαθήλωτος

ακαθήλωτος
-η, -ο
αυτός που δε στερεώθηκε με καρφιά: Νόμιζαν πως δεν είχαν αφήσει τίποτε ακαθήλωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαθήλωτος — η, ο (Α ἀκαθήλωτος, ον) [καθηλώνω] (και μτφ.) αυτός που δεν καθηλώθηκε, δεν στερεώθηκε με καρφιά, ακάρφωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”